-
1 πειρητίζω
A attempt, try, prove, abs., Il.15.615, Od.24.221 : c. inf.,ῥήγνυσθαι μέγα τεῖχος.. πειρήτιζον Il. 12.257
; πλήκτρῳ ἐπειρήτιζε touched the strings with it, h.Merc.53, 419.II c. gen. pers., make trial of, συβώτεω πειρητίζων εἰ .. Od.14.459 ; συβώτεω π., ἤ μιν ἔτ' ἐνδυκέως φιλέοι.. ἦ .. 15.304;μή τί μευ, ἠΰτε παιδός.., πειρήτιζε Il.7.235
.2 c. gen. rei,σθένεος καὶ ἀλκῆς Od.22.237
;τόξου 21.124
, 149.III c. acc., στίχας ἀνδρῶν π. attempt, i.e. attack, the lines, Il.12.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειρητίζω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский